- ῥαιβοειδής
- ῥαιβο-ειδής, ές,A crooked-looking, Hp.Art.45, Mochl.1 ([comp] Sup.); cf. ῥοικοειδής.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραιβοειδής — ές, Α ο όμοιος με ραιβό, αυτός που έχει ραιβό σχήμα, στρεβλός, στραβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, καμπύλος» + ειδής*] … Dictionary of Greek
ῥαιβοειδέα — ῥαιβοειδής crooked looking neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ῥαιβοειδής crooked looking masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαιβοειδέστατον — ῥαιβοειδής crooked looking masc acc superl sg ῥαιβοειδής crooked looking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)